-
1 эмпирический
επ.1. εμπειρικός•-ая философия η εμπειρική φιλοσοφία.
2. έμπειρος, από πείρα, στηριζόμενος στην πείρα. -
2 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод